- συγγήρῳ
- σύγγηροςgrowing old withmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγηρώ — άω, Α [σύγγηρος] 1. συγγηράσκω 2. (για νόσο) κατέχω κάποιον μέχρι τα γεράματά του … Dictionary of Greek